Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

Η παράνοια φίμωσε τη Γιορτή

Αναδημισιεύω την Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά από την Καθημερινή της Κυριακής ως ένα κείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρον κατά την γνώμη μου, σχετικά με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τον τελευταίο μήνα στην Αθήνα κυρίως και στην Ελλάδα γενικώτερα, όπου καταδικνείει νηφάλια και γλαφυρά όλη την παθογένεια της Ελληνικής κοινωνίας.

Η παράνοια φίμωσε τη Γιορτή

Tου Xρηστου Γιανναρα

Το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε» πνίγηκε φέτος στον απόηχο της λυσσαλέας κραυγής «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Και η «επί γης ειρήνη», η άλλη εκείνη ειρήνη που δεν παραπέμπει στο αμεριμνομέριμνον της καταναλωτικής αποχαύνωσης, αλλά σε ελπίδα νίκης καταπάνω στον θάνατο, απόμεινε λόγος περιθωριακός, διακοσμητικός αισθημάτων. Σαν κάποιες φιοριτούρες της εμπορικής καπηλείας των Χριστουγέννων που απόμειναν στις θρυμματισμένες και καμένες βιτρίνες θυμητάρια βανδαλισμού, καθόλου ίχνη Γιορτής.

Ολοφάνερα πια, άξονας συνοχής της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι η κοινωνούμενη εμπειρική αναζήτηση αλήθειας, δηλαδή «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης. Δεν είναι η ποιότητα ζωής, δηλαδή η χαρά των σχέσεων κοινωνίας, ούτε ο πολιτισμός που τον χτίζει πάντοτε η ανιδιοτέλεια της αναζήτησης και της σχέσης. Μια αντικοινωνική, απάνθρωπη βία ντύνεται τη λεοντή της δήθεν εξέγερσης για περισσότερη δημοκρατία και μαζί με την παθητικότητα των πολλών μπροστά στην απάτη, στην ανομία, στο έγκλημα, με τραγική την ιδιοτέλεια των μπροστάριδων, δεν αφήνει περιθώρια να ξεμυτίσει έστω υπόμνηση Γιορτής.

Ο λόγος για τα Χριστούγεννα απόμεινε ψίθυρος εντελώς ανίκανος να αναμετρηθεί με τη βροντώδη και ανεξέλεγκτη παράνοια. Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε για τα χειροπιαστά της καθημερινότητας, να ξεχωρίσουμε τη δημοκρατία από την οχλοκρατία και ανομία, πώς λοιπόν να μιλήσουμε για κοινωνούμενη ψηλάφηση ελπίδας που γεννάει πανηγύρι Γιορτής; Πραγματικά, ο πανικός δεν είναι τόσο από την τυφλή βία, είναι από τον κυρίαρχο στον δημόσιο λόγο (τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, εφημερίδες) παραλογισμό, την απροσμέτρητη σύγχυση.

Εξωραΐζουν και ηρωοποιούν σαν «εξέγερση» της νεολαίας τις πολιορκίες αστυνομικών τμημάτων από δεκάχρονα και δεκαπεντάχρονα παιδιά, που μόνο συναισθηματικά (ή με το αφιόνι έντεχνης προπαγάνδας) μπορούν να συνεπαρθούν για κάτι διαφορετικό από τον χαβαλέ. Και με τον ξεσηκωμό των παιδιών θέλουν να καμουφλάρουν τις συντονισμένες (εκ προμελέτης και κατά συρροήν) απόπειρες δολοφονίας αστυνομικών υπαλλήλων από ενήλικες κουκουλοφόρους με λοστούς, τσεκούρια και βόμβες μολότωφ. Ούτε καν απόφαση της θεσμικής δικαιοσύνης δεν ξεμύτισε ποτέ να οριοθετήσει το έγκλημα: οι εξόφθαλμες απόπειρες δολοφονίας εκ προθέσεως προσάγονται στον εισαγγελέα και απαλλάσσονται – οι θεσμοί υποτάσσονται στην απειλή της βίας.

Να δεχθούμε ότι η αφορμή οργής είναι δικαιολογημένη. Οτι υπάρχουν αστυνομικοί που αυθαιρετούν, φτάνουν σε αδικοπραγίες, κάποιοι και σε φόνο. Οτι οι προφανώς ένοχοι δικάζονται μεροληπτικά, τους επιβάλλονται μικρές ή καθόλου ποινές. Ομως γιατρεύεται το κακό με το να προπηλακίζουμε χυδαία όλους ανεξαίρετα όσους βγάζουν το ψωμί τους σαν αστυνομικοί υπάλληλοι; Να προσπαθούμε να τους κάψουμε ζωντανούς, να τους λυώσουμε με λοστούς και τσεκούρια μόνο επειδή φοράνε στολή; Οταν βγαίνει αρχηγός κόμματος ή περιώνυμος σατυρικός σχολιαστής και δικαιώνουν εξυμνητικά τις ωμές απόπειρες δολοφονίας αστυνομικών, ποιος θεσμός μπορεί να συμμαζέψει την παράνοια;

Να δεχθούμε δικαιολογημένη την έκρηξη της συλλογικής οργής. Αλλά, αν αφορμή της οργής είναι συμπεριφορές αστυνομικών που οφείλονται στην κακή τους εκπαίδευση, στην απουσία πειθαρχικού τους ελέγχου, στην κραυγαλέα ανικανότητα της πολιτικής τους ηγεσίας, γιατί να ζητάμε το αποδιοπομπαίο σφάγιο σε μια επαγγελματική τάξη βιοπαλαιστών υπαλλήλων και όχι στους κυρίως υπεύθυνους; Γιατί να εξωραΐζεται ο πρωτογονισμός που καίει καταστήματα, αυτοκίνητα, τράπεζες προκειμένου να εκδικηθεί εγκλήματα αστυνομικών, ναι, απαραδέκτως πολλά, αλλά οπωσδήποτε μεμονωμένα; Για όσους ιατρογενείς θανάτους συμβαίνουν στα νοσοκομεία, είναι λογικό να βγούμε στους δρόμους ουρλιάζοντας «Γιατροί, γουρούνια, δολοφόνοι» και να καίμε την πόλη; Το διανοείται κανείς; Υπάρχει εγκληματικότερος (χιτλερικότερος) ρατσισμός από το μεθοδευμένο συλλογικό μίσος για συγκεκριμένη επαγγελματική τάξη;

Αν φταίει η κυβέρνηση για την εγκληματική συμπεριφορά αστυνομικών και για τις μεθόδους καταστολής της ανομίας, γιατί η οργή των δημοκρατικά ευαίσθητων δεν ξεσπάει σε καταστροφή και πυρπόληση κομματικών γραφείων και κυβερνητικών κτηρίων; Εκφραση ωμής κτηνωδίας θα ήταν και ένα τέτοιο ξέσπασμα, θα είχε όμως κάπως εμφανέστερο λογικό έρεισμα από τη συντριβή, στα τυφλά, του κοινωνικού ιστού της χώρας, το βύθισμά της σε χάος οικονομικό που το πληρώνει πρώτη η φτωχολογιά.

Το σίγουρο είναι ένα: Η κυβέρνηση αποδείχθηκε δραματικά ανίκανη να αναμετρηθεί με το πραξικόπημα της παρανοϊκής βίας. Και η αντιπολίτευση αηδιαστικά ιδιοτελής, με μοναδική έγνοια να ψηφοθηρήσει. Ο πολίτης βρίσκεται παγιδευμένος στο αδιέξοδο ανάμεσα στη φαυλεπίφαυλη ανικανότητα και στον αδίστακτο καιροσκοπικό αμοραλισμό.

Για την ανικανότητα της κυβέρνησης και τη φαυλότητα του δημόσιου βίου την ευθύνη έχει ο πρωθυπουργός. Ομως, το κόμμα του αντιπροσωπεύει τη θεσμική δυνατότητα (δυστυχώς όχι και την πολιτική πραγματικότητα) μοναδικής εναλλακτικής στην άσκηση της εξουσίας αντιπρότασης έναντι του σοσιαλεπώνυμου αμοραλισμού και του συρριζωμένου στη βία μηδενισμού. Αν η ανικανότητα του πρωθυπουργού συμπαρασύρει και το κόμμα του στον πολιτικό καταποντισμό, η ελληνική κοινωνία θα μείνει για άλλα είκοσι χρόνια έρμαιο στον μονόδρομο της αναξιοκρατίας, του συνδικαλιστικού γκανγκστερισμού, της ιδεολογικής τρομοκρατίας, του κράτους, του υποταγμένου στις «κλαδικές».

Δεν μπορεί να μην υπάρχει μέσα στο κυβερνών κόμμα ένας πυρήνας ανθρώπων με συνείδηση της ευθύνης τους για την πατρίδα και επαρκή ανιδιοτέλεια. Ενας τέτοιος πυρήνας οφείλει να θέσει θέμα ηγεσίας και να προκαλέσει την απόσυρση του πρωθυπουργού. Οχι για να ανοίξει ο δρόμος στις φτηνές ορέξεις σπιθαμιαίων έως και κωμικών δελφίνων, άρρενες και θηλυκού γένους. Αλλά για να υποχρεωθεί αυτό το κόμμα, ύστερα από εικοσιεπτά ολόκληρα χρόνια, να αναζητήσει κριτήρια διάκρισης ποιοτήτων, κριτήρια εντοπισμού ηγετικών χαρισμάτων.

Πέντε ολόκληρα χρόνια, το κυβερνών κόμμα απέδειξε ότι δεν διαφέρει σε μεθόδους και σε στόχους από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ιδια αναξιοκρατία, ίδια παθητικότητα απέναντι στον γκανγκστερικό συνδικαλισμό, ίδια αθλιότητα κομματικού κράτους, ίδια ντροπή συνδρόμου κατωτερότητας στην εξωτερική πολιτική. Μοναδική διαφορά το γεγονός ότι ο αμοραλισμός και ο μηδενισμός του κυβερνώντος κόμματος είναι δεύτερο χέρι, απομίμηση συνταγής για δήθεν σίγουρη επανεκλογή, παρακολούθημα φτηνιάρικης εξουσιολαγνείας. Δεν προβλήθηκε σαν ιδεολογική πρωτοπορία και κοινωνική αυταξία. Αν τώρα η αναζήτηση καινούργιου αρχηγού πιθηκίσει και την καταφυγή σε ολίγιστη και κωμική ηγετική επάρκεια για να συνεχίζεται η οικογενειοκρατία στο τεταρτοκοσμικό Ελλαδιστάν, τότε και η προσέλευση του πολίτη στην κάλπη θα είναι πια περιττή.


Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

''Κατάντημα του Πολυτεχνείου'' του Γιάννη Μαρίνου

Αντιγράφω και αναδημοσιεύω από το Βήμα της Κυριακής 16 Νοεμβρίου το άρθρο του Γιάννη Μαρίνου με τίτλο ''Κατάντημα του Πολυτεχνείου'' ως πολλύ ενδιαφέρον.

'' Εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής κρίσεως και εσωτερικής επικίνδυνης αστάθειας και με εκ πολλών πλευρών απαξίωση έως άρνηση του κράτους δικαίου και συνεπώς της δημοκρατίας θα λάβουν και εφέτος χώρα οι εκδηλώσεις για το Πολυτεχνείο, που έχουν προ πολλού χάσει το όραμα αναδεικνύοντας ως κύριο στόχο να μην αλλάξει τίποτα στον χώρο της παιδείας. Το ποια παιδεία υπερασπίζονται προκύπτει από τα ακόλουθα πρόσφατα σταχυολογήματά μας, που τα αφιερώνω εξαιρετικά στους υπευθύνους για αυτά πολιτικούς, κόμματα, καθηγητές και δασκάλους, γονείς και λιγότερο στους ανώριμους και συνήθως απληροφόρητους νεολαίους μας. Δηλαδή τα κυρίως θύματα, που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα, όπως τα χαϊδολογεί ο Σαββόπουλος.
* «Το δημόσιο σχολείο χειμάζεται από καταιγίδες πολλών προελεύσεων και ποικίλων κατευθύνσεων με αποτέλεσμα τα χρήματα που καταβάλλει ο ταλαίπωρος φορολογούμενος να πετιούνται στον δρόμο.
Στο Επαγγελματικό Λύκειο, στο οποίο για πρώτη φορά διδάσκω, έκανα αγώνα για να πείσω τους μαθητές να φέρνουν στυλό και τετράδιο. Δεν ξέρω πόσοι μήνες θα χρειασθούν για να τους μάθω να μελετούν στο σπίτι τους και να εργάζονται για τα μαθήματα. Σύλλογοι γονέων δεν υπάρχουν ακόμα και σε σχολεία που λειτουργούν 20 χρόνια. Οι γονείς αδιαφορούν για τα παιδιά τους, αγνοούν τα παιδιά τους. Πολλά σχολεία βρίσκονται σε κατάληψη από μια ομάδα 5-10 μαθητών επί εβδομάδες και αδιαφορούν πλήρως διευθυντές σχολείων, γονείς, προϊστάμενοι γραφείων, υπουργείο» (Αντώνης Μιχαηλίδης, φιλόλογος).
* «Το ελληνικό Πανεπιστήμιο βρίσκεται σε βαθιά θεσμική και ηθική κρίση. Συναλλαγή, αναξιοκρατία, νεποτισμός, αθέμιτες πολιτικές παρεμβάσεις, χαμηλές προδιαγραφές, εσωστρέφεια, γενικευμένη αδιαφορία διδασκόντων και διδασκομένων, φαινόμενα αυταρχισμού και βίας συνθέτουν την εικόνα ενός θεσμού που απαξιώνεται ραγδαία. Αν η λογοκλοπή ήταν ολυμπιακό άθλημα, η Ελλάδα θα κέρδιζε πολλά μετάλλια. Πρύτανης δεν γίνεται ο καλύτερος, αλλά ο πιο δικτυωμένος και κυρίως αυτός που θα δώσει "γην και ύδωρ" στις κομματικές φοιτητικές παρατάξεις, που στην ουσία διοικούν το Πανεπιστήμιο. Πολλοί από τους πρυτάνεις έχουν επιστημονική παρουσία μηδενική» (Θέμης Λαζαρίδης, καθηγητής Πανεπιστημίου).
* «Το "κάθε πόλη και πανεπιστήμιο, κάθε χωριό και ΤΕΙ" είναι μια πάγια πολιτική και των δύο κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία μετά τη Μεταπολίτευση. Τα κριτήριά τους για την ίδρυση ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν έχουν καμία σχέση με εκπαίδευση και εκπαιδευτική φιλοσοφία. Είναι καθαρά κριτήρια περιφερειακής πολιτικής και κυρίως κριτήρια πελατειακά. Ισως οι πολιτικοί να μην το ομολογούν, αλλά οι τοπικές κοινωνίες περιμένουν τα πανεπιστήμια για αναπτυξιακούς λόγους, που, ας μη κοροϊδευόμαστε, ταυτίζονται με την οικοδομική δραστηριότητα (γκαρσονιέρες για νοίκιασμα) και τη μετατροπή πλατειών, πεζοδρόμων κ.λπ. σε απέραντα βασίλεια του φραπέ και της καφετέριας» (Νίκος Μπακουνάκης, καθηγητής Πανεπιστημίου, δημοσιογράφος).
* «Η εφετινή έρευνα του Πανεπιστημίου της Σανγκάης για τα καλύτερα πανεπιστήμια της υφηλίου περιλαμβάνει μόνο δύο ελληνικά πανεπιστήμια, το Καποδιστριακό στη 243η θέση και το Αριστοτέλειο στην 390ή» (Χαρ. Μουτσόπουλος, Χαρίδημος Τσούκας, καθηγητές Πανεπιστημίου).
* «Πραγματικές ή επινοημένες περγαμηνές "αντιστάσεως" στη δικτατορία, αλλά και μόνο η οργανωτική προσχώρηση στις αριστερές "προοδευτικές" δυνάμεις, έγιναν εφαλτήριο για αναρρίχηση σε θώκους πανεπιστημιακούς, σε πόστα εξουσίας στην εκπαίδευση. Η Αριστερά έγινε πρακτική καταλήψεων, απεργιών κοινωνικού κόστους, γκανγκστερικών εκβιασμών, απροκάλυπτης αλαζονικής αρνήσεως των κανόνων του κοινοβουλευτισμού. Στα πανεπιστήμια, στα σχολεία, στον πολιτισμό, στην πληροφόρηση η Αριστερά έχει επιβάλει αδυσώπητη τρομοκρατία των μειονοτήτων, που κάνουν καριέρα ως αντάλλαγμα της κομματικής τους υποταγής» (Χρήστος Γιανναράς, καθηγητής Πανεπιστημίου). Για τη διατήρηση αυτής της αθλιότητας «αγωνίζονται» τα παραπλανημένα νιάτα μας υπό την καθοδήγηση αδίστακτων μειονοτήτων, την πανικόβλητη σιωπή των λίγων άξιων και την εγκληματική εθελοτύφλωση σχεδόν όλων των πολιτικών. ''

Και για την αντιγραφή, που θα έλεγε και ο Γιάννης Μαρίνος :
Κώστας Μακρής