Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Απο την μεταπολίτευση του 1974 στην χρεωκοπία του 2010

Το κείμενο που ακολουθεί είναι αναδημοσίευση από το περιοδικό Μανιφέστο www.manifestomag.gr και το υπογράφει ο Θεόδωρος Ε. Παντούλας

Έχω την εντύπωση –εάν εξαιρέσουμε τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α.- ότι η τελευταία φορά για την οποία μπορούμε ως Νεοέλληνες να είμαστε υπερήφανοι είναι το έπος του 1940 και η εθνική αντίσταση. Μετά, στο όνομα μιας καθ’ όλα συζητήσιμης κοινωνικής δικαιοσύνης, άρχισε η αδελφοκτονία. Η πατρίδα γλίτωσε βεβαίως από τον υπαρκτό σοσιαλισμό αλλά τα ερείπια της ρημαγμένης χώρας μας παραδίδονταν στους μαυραγορίτες, στους δωσίλογους και στις παρακρατικές οργανώσεις τους. Όχι ότι δεν υπήρχαν άλλοι Έλληνες αλλά αυτό ήταν το πολιτικό προσωπικό της εξ’ Αιγύπτου ορμώμενης εθνικοφροσύνης μας και της υπερατλαντικής εντέλει επιλογής μας....

Η, κατά κύριο λόγο, αγροτική χώρα μας μετεμφυλιακά έπαυε να είναι αγροτική. Η μισή αγροτική Ελλάδα στριμωχνόταν στις παρυφές των αστικών κέντρων κι άλλη μισή ετοίμαζε μπαγκάζια για την Γερμανία και την Αμερική. Οι υπόλοιποι απλώς υπέγραφαν πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων ή πούντιαζαν στα ξερονήσια του «εθνικού» φρονηματισμού.
Οι ξενιτεμένοι, έχω την υποψία ότι μπορεί να και να σώθηκαν, διασώζοντας μιαν άλλη Ελλάδα. Όσοι έμειναν –ξενιτεμένοι στον ίδιο τους τον τόπο και παρά την κυρίαρχη ρητορεία που ακαμάτως τους θύμιζε από ραδιοφώνου ότι είναι 3000 χρόνων γέροι- δεν μπορούσαν να σώσουν την Ελλάδα. Γι’ αυτό και αφέθηκαν στην made in Greece «αντιπαροχή», που –όπως θα έλεγε ο μαΐστορας Φώτης Κόντογλου- σφεντόνισε τον λαό μας από την στρούγκα στην πολυκατοικία. Δίναμε αντιπαροχή τα γονικά μας κι αναπαύαμε την μικρομεσαία λαχτάρα μας για κοινωνική άνοδο σε νεόδμητα λίβινγκ ρουμ. Θέλω να θυμίσω ότι το πέρασμα από την παλιομοδίτικη αρχοντιά του «τι ψυχή θα παραδώσω» -αυτή ήταν η παράδοση του παλιού τόπου μας- στον μεταμοντέρνο νεοπλουτισμό του «ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ότι αρπάξει ο κώλος μας» -αυτή είναι η παράδοση του καινού τρόπου μας- ήταν και γρήγορο και εύκολο και μαζικό. Και κοντά στο έγκλημα της αντιπαροχής –έγκλημα πολεοδομικό αλλά και ιστορικό- ερχόταν και το έγκλημα της τουριστικής «ανάπτυξης». Προκειμένου να κόψουμε λίγα εισιτήριο παραπάνω αρνηθήκαμε τον ίδιο μας τον εαυτό, παριστάνοντας κάποιον άλλον. Το αποτέλεσμα; Πλημμυρίσαμε στο τζατζίκι και γεμίσαμε ιμιτασιόν Ζορμπάδες.
Αυτό ήταν για δεκαετίες το αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας. «Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου». Αντιπαροχή και τσιμέντωμα. Κι αυτό το πρότυπο η επταετία των Συνταγματαρχών το έκανε εθνικό ιδεώδες. Ο πολιτικός κόσμος μας έκανε αυτό που από πάντοτε ήξερε με επιδεξιότητα να κάνει σε ανάλογες περιπτώσεις: την κοπάνησε κι επιδόθηκε στον ανά την υφήλιο επιδοτούμενο τουρισμό.
Κι εδώ έμεινε ένας λαός προσφύγων, ένας λαός στερημένος και των βωμών και των εστιών του που αμαχητί είχε παραδοθεί στον απορφανισμό του. Ο Παττακός έκοβε βόλτες μ’ ένα μυστρί κι εμείς χορεύαμε τσάμικα το πρωί και σέικ το βράδυ.
Όσοι βεβαίως δεν αναπαύονται στις επετειακές πομφόλυγες γνωρίζουν ότι η πτώση της Χούντας δεν υπήρξε έργο καμιάς καθολικής λαϊκής αντίστασης. Ο Παναγούλης ήταν η εξαίρεση. Κανόνας ήταν οι «νοικοκυραίοι» που κοίταζαν να κάνουν την δουλειά τους. Να βάλουν φως, να βάλουν νερό, να βάλουν τηλέφωνο, να βάλουν και τον γιο τους στο άσυλο του Δημοσίου. Η πτώση της Χούντας ήταν αποτέλεσμα άλλων συγκυριών και συνοδεύθηκε από μια διαρκή εθνική καταστροφή: την τουρκική κατοχή της Κύπρου μας –που για την κυρίαρχη μεταπολιτευτική αρπαχτή ήταν -και είναι- «μακριά».
Ο «εθνάρχης» είχε έρθει από το Παρίσι να κυβερνήσει τους ιθαγενείς κουβαλώντας μαζί του όλο τον παλαιοκομματικό συρφετό. Επιπλέον οι ηττημένοι του 1949 έμπαιναν και πάλι στο παιχνίδι –αυτή την φορά όμως όχι ως διεκδικητές της εξουσίας αλλά ως κολαούζοι της.
Με αυτές λοιπόν τις αποσκευές μας δεξιώθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, δικαιώνοντας όλο τον αρχοντοχωριάτικο και χρόνιο κομπασμό μας. Ήμασταν η κοιτίδα της Ευρώπης αλλά καθόλου Ευρωπαίοι. Αλλά αυτό το τελευταίο είχε ελάχιστη σημασία μέσα στην σχεδόν πάνδημη χαρά. Σημασία είχε ότι η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης ξέπλενε το αμαρτωλό της παρελθόν κι επέστρεφε στην αθωότητα μιας χώρας με ευρωπαϊκά εύσημα.
Η αυτοαθωωμένη όμως Ελλάδα διψούσε και για σοσιαλισμό. Κι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πολλά αποθέματα σοσιαλιστικής ατάκας για να την ξεδιψάσει. Ήξερε δε πολύ καλά να κλείνει το μάτι σε όσους λιγουρεύονταν την εξουσία. «Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά». Στις 18 του Οκτώβρη του 1981 ο λαός -επιτέλους- ερχόταν στην εξουσία και το πανελλήνιο σοσιαλιστικό κίνημα στην κυβέρνηση. Θυμίζω στους νεώτερους ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ λειτούργησε περίφημα ως ταξιθέτης στο γιουρούσι που έκανε ο λαός μας στην δημόσια διοίκηση. Ο αγώνας τώρα διορίζεται. Τέρμα οι ρετσίνες. Άρχισαν τα μακροβούτια στα σπέσιαλ «ουίσκια». Η ελληνική εκδοχή του σοσιαλισμού υπήρξε εξόχως γενναιόδωρη. «Ένα δωράκι στον εαυτό του» εδικαιούτο να κάνει ο κάθε κρατικός λειτουργός. Το ύψος της αξίας αυτών των δώρων ήταν που με σπουδή εσυζητείτο αν και ο τότε πρωθυπουργός υποστήριζε ότι ο πήχυς δεν έπρεπε να υπερβαίνει τα 500.000.000 παλιές καλές δραχμούλες. Οι συνεργάτες του όμως έκαναν πρωταθλητισμό. Και χιλιάδες κομματικοί κλακαδόροι, που δεν τους γνώριζε ούτε ο θυρωρός τους, βρέθηκαν μ’ ένα πούρο στο ένα χέρι και με τα τιμημένα λάβαρα του εγχώριου σοσιαλισμού στο άλλο. Ήταν η εποχή που μεταπολιτευτική μας δημοκρατία κραταιωνόταν διακινώντας δεξιά κι αριστερά «πάμπερς».
Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη
που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό
στο ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη
απ’ ό,τι ελληνικό στον κόσμο αυτό.
Τόση αλήθεια όμως δεν την άντεξε ούτε ο Διονύσης Σαββόπουλος που κατά τα λοιπά την στιχούργησε!
Ήταν ζήτημα χρόνου η πρώτη ηχηρή διάψευση, η οποία και δεν άργησε καθόλου αλλά ήρθε από εκεί που κανείς δεν την περίμενε. Την πτώση του τείχους ακολουθούσε μια γεωπολιτική αμηχανία και η χώρα κατακλύσθηκε από τους απόκληρους του ανύπαρκτου σοσιαλισμού και τους κληρωτούς της υπαρκτής παγκοσμιοποίησης. Από εργαζόμενοι γίναμε εν μια νυχτί εργοδότες. Η χώρα γέμισε με αυθαίρετα εξοχικά που οικοδομούσαν οικονομικοί μετανάστες, επιβεβαιώνοντας την επίπλαστη προκοπή μας. Οι «σύμμαχοι» είχαν άλλες σκοτούρες.
Η «οικουμενική» και ό,τι την ακολούθησε ήταν ένα διάλειμμα που πιστοποίησε ότι οι εκδρομείς του ’60, της μεταπολίτευσης η βλαμμένη γενιά, η γενιά του νέου εγωισμού είχε ήδη αντικαταστήσει τα οράματα της νεότητάς της μ’ ένα όραμα ευζωίας και κονόμας.
Ένας πρώην πράκτορας έγινε ο πλουσιότερος άνθρωπος της χώρας. Και μαζί του έγινε κοινό μυστικό ότι κουμάντο έκαναν διάφοροι μεγαλοεπιχειρηματίες που μας προέκυψαν από το πουθενά και ο πολιτικός κόσμος τους έκανε τα θελήματα. Ο χώρος της ενημέρωσης άρχισε να ελέγχεται από τους εργολάβους του δημοσίου. Κι όλοι μαζί –μεγαλοεργολάβοι, μεγαλοδημοσιογράφοι και πολιτικοί- πέταγαν ξεροκόμματα στο πόπολο.
Η διαφθορά, με όλη την μεταπολιτευτική εκγύμναση, πλέον είχε γίνει κοινωνική κατάκτηση. Κι οι Πανέλληνες βαρυστομάχιαζαν μπουκώνοντας ευρωπαϊκά πακέτα, επιδοτήσεις κι αργομισθίες.
Η Ελλάδα κοιταζόταν στον καθρέφτη κι έφτυνε τον εαυτό της να μην τον βασκάνει. Τι κι αν το κρατίδιο των Σκοπίων μας έβγαζε την γλώσσα; Τι κι αν ο αέρας έπαιρνε την σημαία μας, τι κι αν καιγόμαστε τα καλοκαίρια και πλημμυρίζουμε τις βροχές, τι;... Εμείς ήμασταν οι ισχυροί των Βαλκανίων. Και μπορεί η ισχυρή χώρα μας να μην παράγει τίποτε, αλλά οι Έλληνες –ως γνωστόν- αεί παίδες. Κι ως παίδες διαπρέπαμε στο παιχνίδι. Ένας ολόκληρος λαός αγόραζε και πουλούσε αέρα στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Ο «εκσυγχρονισμός» μας όμως σκόνταψε σε παχύδερμους επενδυτές που έχασαν αίφνης τα κλοπιμαία τους.
Την ώρα που βούλιαζε το «Σάμινα» εμείς πατάγαμε την μπανανόφλουδα της Ολυμπιάδας που έγινε η νέα μεγάλη ιδέα μας. Όταν τέλειωσε το πλούσιο πάρτι συγχαρήκαμε από καρδιάς τους εαυτούς μας και διαπιστώσαμε έντρομοι ότι είχαμε πλούσιους εργολάβους αλλά τριτοκοσμικές υποδομές.
Χρειαζόταν επανίδρυση το κράτος αλλά αυτός που την ευαγγελίστηκε προτίμησε τα νταηλίκια στα σουβλατζίδικα, παρά την πραγμάτωσή της. Στα τρωκτικά του «εκσυγχρονισμού» προστέθηκαν οι κουμπάροι της «επανίδρυσης». Ήταν και τα σόγια μεγάλα και το καράβι άρχισε να μπάζει από παντού.
Και φθάσαμε σήμερα ένας κοινός πολιτικός απατεώνας ή ένας μειωμένης αντίληψης άνθρωπος να γίνει πρωθυπουργός της χώρας υποσχόμενος ότι «λεφτά υπάρχουν». Το πόσο γρήγορα διέψευσε τον εαυτό του υποθέτω ότι όλοι το γνωρίζουμε. Μετά από μια διεθνή επαιτεία, όπου με κάθε τρόπο διαφημίστηκε η αναξιοπιστία μας στην οικουμένη, φτάσαμε στον καρνάβαλο του Καστελόριζου, στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και στην εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας.
Αλλά η κρίση είχε και κάτι θετικό: ανέδειξε όλες τις παθογένειες που κρύβαμε κάτω από το μεταπολιτευτικό μας χαλί και χάλι. Κολοβή «δημοκρατία», πελατειακό παρακράτος, υδροκέφαλο δημόσιο τομέα, κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, έλλειψη κοινωνικής συνοχής, σχεδιασμού, αξιών και οραμάτων για το μέλλον του τόπου.
Κι αντί –έστω και τώρα, στο και 5’ – να κάνουμε μια ειλικρινή κουβέντα, εμείς στρουθοκαμηλίζουμε. Και κοιτάμε να περισώσουμε ό,τι μπορούμε για τους εαυτούς μας. Γι’ αυτό και δεν μας ενοχλούν οι μεσήλικες συνταξιούχοι της Ολυμπιακής, αρκεί να είναι στην οικογένειά μας.
Αλλά θα μου πείτε –και δίκιο θα έχετε- ποιοι να την κάνουν αυτοί την κουβέντα; Αυτοί που δημιούργησαν την κρίση κι αφού αμνήστευσαν τους εαυτούς τους βγάζουν δεκάρικους για την σωτηρία της πατρίδας; Και ποιοι να τους ακροαστούν; Μια κοινωνία που διαδηλώνει «να καεί το μπουρδέλο η βουλή» όταν αυτή η ίδια σταβλιζόταν για όλη την μεταπολίτευση στα κομματικά παραμάγαζα;
Το πρόβλημα της χώρας πριν από οικονομικό είναι πολιτικό. Και δεν έχουμε μόνο έλλειμμα πολιτικής αλλά και έλλειμμα πολιτών.
Κι αν αυτή η κοινωνία –η συστηματικά εκπαιδευμένη στην ιδιώτευση- δεν διεκδικήσει και πάλι την αξιοπρέπειά της τίποτε δεν θα αλλάξει। Θα είμαστε και του χρόνου εδώ κουβεντιάζοντας και σιχτιρίζοντας τους ίδιους και τα ίδια. Θα μου πείτε ότι είναι τουλάχιστον παρήγορο ότι απαξιώνεται το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Και θα συμφωνήσω μαζί σας μόνο που υπάρχει ο κίνδυνος μαζί με τ’ απόνερα να πετάξουμε και το μωρό. Κι εν προκειμένω το μωρό είναι η ίδια η πολιτική. Η δυνατότητα, δηλαδή, να ορίσουμε και να σχεδιάσουμε τις ζωές μας. Επιτρέψτε μου να σας θυμίσω «ότι οι κακοί πολιτικοί εκλέγονται από τους καλούς ανθρώπους που δεν πάνε να ψηφίσουν» (George Jean Nathan).

Και για την αντιγραφή: Κώστας Μακρής