Παρασκευή 15 Μαΐου 2009

Ψήφο αντίστασης στην ισοπέδωση

Αναδημοσιεύω εδώ για άλλη μια φορά την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά απο την εφημερίδα Καθημερινή της 10 Μαη 09.

<<Ψήφο αντίστασης στην ισοπέδωση

Tου Χρηστου Γιανναρα

Η ελληνική κοινωνία εμφανίζει μια σχιζοειδή ποιοτική ανομοιότητα των μελών της. Δεν πρόκειται για έκπληξη, δεν θα μπορούσε η Ελλάδα να αποτελεί εξαίρεση: Κάθε κοινωνία ανθρώπων έχει μια μερίδα καλλιεργημένων, συνετών, ασκημένων στην κριτική σκέψη ατόμων, και ταυτόχρονα τη μερίδα των μειονεκτικών σε ποιοτικά προσόντα και καλλιέργεια, μιαν υπανάπτυκτη μερίδα.
Παντού και πάντοτε η ομαλή λειτουργία του συλλογικού βίου εξαρτάται από την ποσοτική ισορροπία των δύο πληθυσμικών ομάδων και (κυρίως) από τα ποσοστά μετοχής τους στη διαχείριση των κοινών. Παντού και πάντοτε οι θεσμοποιημένες λειτουργίες διάκρισης ποιοτήτων και αξιοκρατικής ιεράρχησης ευθυνών είναι αυτονόητες, γιατί επιβάλλονται από την ανάγκη. Η ζωή όλων λειτουργεί ευχερέστερα, όταν σε οποιοδήποτε κοινωνικό λειτούργημα κρίνεται θεσμικά, καταξιώνεται και έχει προβάδισμα ο ευφυής και όχι ο βραδύνους, ο εργατικός και όχι ο ράθυμος, ο ανιδιοτελής και όχι ο παραδόπιστος.
Εξαρτάται η ομαλή λειτουργία του συλλογικού βίου και από τη δυναμική των θεσμών που αποβλέπουν στη συνεχή μείωση της υπανάπτυκτης και μειονεκτικής μερίδας του πληθυσμού, στον συνεχή περιορισμό των επιρροών της στη δημόσια ζωή. Εχει καίρια σημασία για την κοινωνική ομαλότητα η δυναμική του εκπαιδευτικού συστήματος, η δυναμική του θεσμοποιημένου κοινωνικού ελέγχου των ΜΜΕ, η αξιοκρατία στη διοίκηση.
Στην Ελλάδα, πριν από είκοσι οχτώ χρόνια, το ΠΑΣΟΚ ανέτρεψε ευχερέστατα και τις τρεις αυτές προϋποθέσεις κοινωνικής ομαλότητας – και μάλιστα με την καύχηση ότι έτσι επέφερε ποθούμενο «κοινωνικό μετασχηματισμό»: Με τη λογική των εμπορευματοποιημένων μεθόδων πλύσης εγκεφάλου των μαζών, οι κάπηλοι του σοσιαλισμού κολάκεψαν την υπανάπτυκτη σε απαιτήσεις ποιότητας κοινωνική μερίδα, της παραχώρησαν εξωφρενικές προνομίες που εξυπηρετούσαν (τελικά και μεθοδικά) την επιβολή στυγνού κομματικού κράτους. Εξουδετέρωσαν και ευτέλισαν τους θεσμούς ανάσχεσης της υπανάπτυξης: το σχολειό, το πανεπιστήμιο, την πληροφόρηση και ψυχαγωγία, κάθε λειτουργία πειθαρχικού ελέγχου και αξιολόγησης ποιοτήτων σε οποιαδήποτε πτυχή του δημόσιου βίου.
Σε αυτή τη στρατηγική του ΠΑΣΟΚ, το αντίπαλο «κόμμα εξουσίας», η Νέα Δημοκρατία, είδε μόνο μια συνταγή εκλογικής επιτυχίας και προσπάθησε να τη μιμηθεί ατυχέστατα. Το αποτέλεσμα της μίμησης ήταν η «παρένθεση» Μητσοτάκη, που ξανάφερε στην εξουσία τον πολιτικά τελειωμένο το 1989 Ανδρέα. Και η τρέχουσα, ακόμα σήμερα, «παρένθεση» Καραμανλή του νεότερου, που επίσης κατόρθωσε να κάνει πολιτικά υπαρκτό τον θλιβερά ανύπαρκτο επίγονο Παπανδρέου.
Οι επιπτώσεις αυτής της δικομματικής εξαχρείωσης είναι δραματικές, η χώρα έχει φτάσει κυριολεκτικά στο χείλος εφιαλτικών ενδεχομένων. Αλλά τη διαχείριση της ευθύνης για τα κοινά και για το μέλλον μας την έχει πια η κοινωνική μερίδα που μειονεκτεί σε ποιότητα και καλλιέργεια, η υπανάπτυκτη μερίδα. Η οποία και έχει χάσει κάθε σεμνότητα ρεαλιστικής μετριοφροσύνης, κάθε επίγνωση ανεπάρκειας, κάθε συνείδηση ότι χρειάζεται (λειτουργικά, χρηστικά) τους ικανούς, τους αποτελεσματικούς, τους ανιδιοτελείς, τους υπέρτερους σε καλλιέργεια. Σπιθαμιαία αναστήματα, καιροσκόποι ανατριχιαστικής ανικανότητας νομίζουν ότι θα μπορέσουν να αναχαιτίσουν την τρομακτική κατρακύλα της χώρας: Τον εγκληματικής αφροσύνης υπερδανεισμό, τη συρρικνωμένη στο έπακρο παραγωγικότητα, την ανεξέλεγκτη βία και τον συνδικαλισμένο τραμπουκισμό, την υπαλληλοποίηση και τον κομματισμό στην άμυνα.
Η μερίδα των καλλιεργημένων, συνετών, ασκημένων στην κριτική σκέψη πολιτών, ήταν πάντοτε μειοψηφία. Αλλά λειτουργούσαν θεσμοί αξιολόγησης, έστω ανάπηροι, που έσωζαν τον ηγετικό ρόλο αυτής της μερίδας. Παρ’ όλο τον μεταπρατισμό, την καθυστέρηση και τις περιπέτειες που συνόδευαν από γεννησιμιού του το ελλαδικό κρατίδιο, ήταν αδιανόητο να δημηγορεί ένας πολιτικός με σολοικισμούς και δίχως αξιοπρεπή ενδυμασία, αυτονόητο να απολύεται δημοσιογράφος ή «διορθωτής» σε εφημερίδα αν του ξέφευγε σοβαρό λάθος, ορθογραφικό ή συντακτικό. Υπήρχε κοινή συνείδηση ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει η ζωή, οι ανθρώπινες σχέσεις, το κράτος, να κατορθωθεί παραγωγικότητα, πλούτος, ευπρέπεια τρόπων συμπεριφοράς, δίχως προβάδισμα ευθύνης των πεπαιδευμένων, των καλλιεργημένων.
Στα τελευταία τριάντα χρόνια, τα δύο «κόμματα εξουσίας» ευνούχισαν την κοινή γνώμη κολακεύοντας τις άκριτες, ενστικτώδεις προτιμήσεις της, στοχεύοντας αποκλειστικά και μόνο στον εντυπωσιασμό της, στην ανάγκη της για «αναγνωρισιμότητα» των μπροστάρηδων. Επικεφαλής ευρωψηφοδελτίων τοποθετήθηκαν λαϊκές τραγουδίστριες, σε υπουργικούς θώκους αναβιβάστηκαν δημοσιογραφικές μετριότητες, προπονητές αθλητικών ομάδων, ηθοποιοί πρωταγωνιστές σε σίριαλ και συντονιστές τηλεοπτικών συζητήσεων. Ακόμα και καλαθοσφαιριστές έγιναν δήμαρχοι, εκφωνητές ραδιοφωνικών μεταδόσεων του ποδοσφαίρου στάλθηκαν στο Ευρωκοινοβούλιο να εκπροσωπήσουν τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια πολιτισμού των Ελλήνων.
Οποιος μιλάει για ανάγκη, χρηστική, ρεαλιστική ανάγκη, να έχει προβάδισμα η ανθρώπινη ποιότητα, προπηλακίζεται σαν «ρατσιστής». Η λοιμική του λαϊκισμού έχει αποσαθρώσει την ελληνική κοινωνία, έχει ακυρώσει κάθε ελπίδα ανάκαμψης. Το μικρόβιο έχει μεταδοθεί και στη διασπορά, το εκτόπλασμα του ΠΑΣΟΚ που λέγεται ΣΑΕ έχει μπολιάσει πλήθος σεμνών άλλοτε βιοπαλαιστών της αποδημίας με επιθετική «παντογνωσία», αξιώσεις αυθεντίας στην ελληνική Ιστορία και πολιτική. Με χαμένη τη σεμνότητα της αυτογνωσίας, οι συζητήσεις μεταξύ Ελλήνων, στην Ελλάδα ή στη διασπορά, γίνονται όλο και πιο αποκαλυπτικές ανήκεστης υπανάπτυξης, βαλκανικής επαρχιωτίλας.
Η περίπτωση της Ελλάδας είναι από τις πιο ευδιάκριτες αφορμές δυσφορίας ευρωπαϊκών δυνάμεων που βλέπουν τον ρόλο τους στο διεθνές πεδίο να παγιδεύεται στην ελεήμονα στήριξη καλομαθημένων ράθυμων συν–εταίρων. Τα συμφέροντα της Γερμανίας, λ.χ., σαφώς θα απαιτούσαν την αποχώρησή της από την ασήμαντη πολιτικά στις διεθνείς σχέσεις Ε.Ε. και τη σύμπραξή της με τη Ρωσία για συνασπισμό αποφασιστικής στην παγκόσμια σκακιέρα ισχύος. Που σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να βρεθούμε χωρίς επαναπαυτική ομπρέλα προστασίας, μόνοι, με τον εγκληματικής αφροσύνης υπερδανεισμό μας, τη συρρικνωμένη στο έπακρο παραγωγικότητά μας.
Και η κωμικά αφασική εξωτερική μας πολιτική να πρέπει να ανταγωνιστεί τη σοβαρότητα και ιδιοφυΐα της αυτοκρατορικής πολιτικής ενός Αχμέτ Νταβούτογλου.>>

Και για την αντιγραφή : Κωστας Μακρης

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

Ο θάνατος των ζώων στους δρόμους της Ελλάδας

Με σφαγείο μοιάζουν οι δρόμοι στην υπανάπτυκτη χώρα που ζούμε. Δεν περνάει μέρα που να μην δει κανείς κάποιο σκοτωμένο ζώο στο δρόμο χτυπημένο από αυτοκίνητο. Στις πόλεις οι γάτες και οι σκύλοι κατέχουν τα πρωτεία σε θανάτους από αυτοκίνητο, ή για να το πω πιο σωστά κατέχουν τα πρωτεία σε εκτελέσεις από αυτοκίνητα, γιατί μου είναι αδύνατο να πιστέψω ότι οι οδηγοί των αυτοκινήτων σε όλες τις περιπτώσεις προσπάθησαν να σώσουν το άμοιρο το ζώο που βρέθηκε μπροστά τους και δεν τα κατάφεραν παρά την προσπάθεια.
Είμαι πεπεισμένος, γνωρίζοντας την καφρίλα που διακατέχει τον μέσο νεοέλληνα, ότι όχι μόνο δεν προσπαθούν να σώσουν κάποιο ζώο που έχει την ατυχία να βρεθεί μπροστά τους, αλλά κάνουν και ότι είναι δυνατόν για να το ...πετύχουν και να το αφανίσουν από προσώπου της Γης σαν να είναι ο μεγαλύτερος εχθρός τους.
Έχω υπάρξει μάρτυρας τέτοιας συμπεριφοράς κάποτε στην Σαντορίνη, όπου ήμουν επιβάτης σε μικρό λεωφορείο μεταφοράς προσωπικού, και βρέθηκε μπροστά στο όχημα μια γάτα, για την ακρίβεια η συγκεκριμένη ήταν τυχερή γιατί πέρασε γρήγορα μπροστά μας, όταν άκουσα από έναν άλλο επιβάτη του λεωφορείου να προτρέπει τον οδηγό <<πάτα τη τη ρουφιάνα!>>, σαν να είχε δει μπροστά του τον ίδιο τον διάβολο!
Ο πιο σημαντικός λόγος πιστεύω για τον μέσο νεοέλληνα για να μην εκτελέσει οτιδήποτε ζωντανό βρεθεί μπροστά του στον δρόμο, είναι να μην τυχόν πάθει ζημιά το λατρεμένο του ΙΧ.
Όσο απομακρύνεται κανείς από την πόλη βλέπει να διαφοροποιείται το μενού στις εκτελέσεις ζώων, και τα πρωτεία εκεί (εκτός πόλης) σε θανάτους περνάνε πλέον σε άγρια ζώα κάθε είδους, σκαντζόχοιροι, αλεπούδες, νιφίτσες, λαγοί κλπ.
Φυσικά είναι αυτονόητο ότι αν ο νεοέλληνας δει μπροστά του αλεπού ή λαγό το θεωρεί κάτι σαν ιερό χρέος να χρησιμοποιήσει όλη του την τέχνη και την πονηριά για να καταφέρει να εξοντώσει το άτυχο ζώο. Οι αφηγήσεις στα χωριά για το πώς κατάφερε κάποιος να τυφλώσει με τα φώτα και στη συνέχεια να πατήσει με το τετράτροχο εργαλείο του, προέκταση του νεκρωθέντος από τα τσίπουρα πέους του, μια αλεπού ή έναν λαγό δίνουν και παίρνουν στα καφενεία. Αν δε πρόκειται για λαγό, η κατάληξη της κουβέντας είναι πάντα : <<και τον έκανε την άλλη μέρα η κυρά Μαρία (σεβασμο για την γυναίκα ο βλάχος!!!) έεενα στιφάδο, να γλύφεις τα δαχτυλά σου>>.
Δηλαδή τον λαγό τον μαζεύει ο ...θηρευτής για να τον φάει και να γλύφει τα δαχτυλά του. Οτιδήποτε άλλο ζωντανό θερίσει με το ΙΧ, το αφήνει εκεί στην άσφαλτο, για να έρθουν τα άλλα αυτοκίνητα από πίσω και να συνεχίσουν να το πατάνε, μέχρι να μείνει μόνο το δέρμα στο τέλος, ή αν το νεκρό ή ακομα χειρότερα τραυματισμένο ζώο βρεθεί στην άκρη του δρόμου θα μείνει εκεί μέχρι να πεθάνει και στην συνέχεια να τουμπανιάσει και να σαπίσει αναδίδοντας αυτη την αποπνικτική δυσοσμία.
Το δυστύχημα είναι ότι αυτή η ανάγωγη συμπεριφορά, αυτή η καφρίλα απέναντι στα ζώα περνάει σε αρκετά μεγάλο βαθμό και στους νέους ανθρώπους-κατοίκους της μπανανίας, και μάλλον θα πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια ακόμα μέχρι το μορφωτικό επίπεδο να γίνει αρκετά υψηλό για να αλλάξει η στάση μας απέναντι στα ζώα και στην φύση γενικότερα.
Ας ελπίσουμε μέχρι τότε να έχουν καταφέρει να επιβιώσουν τα είδη από την δολοφονική μανία μεγάλου μέρους των νεοελλήνων.

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

Η άγρια ζούγκλα του κομματισμού

Αναμεταδίδω την Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά από την Καθημερινή της Κυριακής της Δευτέρας 2 Μαρτίου σαν ένα κείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρον και πάντα επίκαιρο.

''Η άγρια ζούγκλα του κομματισμού

Tου Xρηστου Γιανναρα

Μοιάζει απίστευτο, όμως η μερίδα της ελλαδικής κοινωνίας η παγιδευμένη στον κομματικό στρατωνισμό καταμετρείται αμετάβλητη, καθόλου μειούμενη. Περίπου το 60% του ελλαδικού πληθυσμού δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει στη χώρα τα τελευταία εικοσιοχτώ χρόνια.

Μιλώ για τη σταθερή μάζα υποστηρικτών των δύο κομμάτων που εναλλάσσονται στη νομή του κράτους. Υπεύθυνοι, υποτίθεται, πολίτες και δεν κατορθώνουν ούτε καν να διερωτηθούν για τα προφανέστατα σκανδαλώδη: Γιατί το κράτος να είναι αδιέξοδα υπερχρεωμένο, γιατί οι κυβερνήσεις να αδυνατούν, τρεις δεκαετίες τώρα, να λύσουν τα θεμελιώδη κοινωνικά προβλήματα της υγείας, της παιδείας, της ασφάλισης, της έννομης τάξης. Γιατί το παραμυθένιο λαχείο των «πακέτων» της Ευρωπαϊκής Ενωσης να έχει γίνει βορά ποικίλων «νταβατζήδων» και οι υποδομές της χώρας να παραμένουν δραματικά ελλειπτικές ή ανύπαρκτες.

Σε αυτά και σε πλήθος ανάλογα ερωτήματα οι παγιδευμένοι στον ψυχολογικό στρατωνισμό απαντάνε με απίστευτης αφέλειας ή μικρόνοιας δικαιολογίες. Η παγίδευση στον κομματισμό λειτουργεί απαράλλαχτα όπως και η εξάρτηση από παραισθησιογόνα: ακυρώνει την κριτική σκέψη, παραλύει τη μνήμη, αχρηστεύει τη διαπιστωτική ικανότητα, εκδέχεται τον ανορθόλογο δογματισμό σαν επιχείρημα. Οι εξαρτημένοι τρέφονται διανοητικά με τις ατάκες των τηλεοπτικών κοκορομαχιών, αυτό τον έσχατο εξευτελισμό της πολιτικής και της ανθρώπινης νοημοσύνης. Αναμασούν τις ατάκες σαν θέσφατα, αποφεύγουν έμφοβοι κάθε ποιοτική αξιολόγηση που θα τους ανάγκαζε να δουν κατάματα την κραυγαλέα ανικανότητα ή τη σπαραχτικά θλιβερή ολιγότητα των αρχηγών τους, την τυφλή ιδιοτέλεια που είναι όρος επιβίωσης των «στελεχών» μέσα στα κόμματα.

Οι οπαδοί των κομμάτων μειοψηφίας είναι πιο κατανοητές περιπτώσεις και μοιάζει να διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: Οπως σε κάθε κοινωνία, είναι φυσικό να υπάρχει και στην Ελλάδα ένα ποσοστό πληθυσμού εγκλωβισμένο σε συμπλεγματικό συντηρητισμό. Είναι οι αγκυλωμένοι στον παλαιοημερολογιτισμό του Λενινισμού - Σταλινισμού, ρομαντικά εθελότυφλοι μπροστά στην παταγώδη κατάρρευση των ειδωλοποιημένων δογμάτων τους, στα φρικώδη εγκλήματα της «θρησκείας» τους. Και η δεύτερη κατηγορία είναι οι αετονύχηδες κάπηλοι της παλαιοημερολογίτικης νοσταλγίας: Αυτοί πουλάνε αναθεωρητικό «εκσυγχρονισμό» του χρεοκοπημένου οράματος συστρατευμένοι με τον νεοϊμπεριαλισμό της αρνησιπατρίας, τον αμοραλισμό και μηδενισμό της καταναλωτικής μονοτροπίας. Η συστράτευση με τη «Νέα Τάξη» τους αντιπαρέχει εξουσιαστικές προνομίες στο κενό που δημιουργεί η ιδεολογική αφασία των «πολυσυλλεκτικών» κομμάτων εξουσίας.

Κάπως έτσι θα μπορούσε ίσως να μεταφερθεί στο χαρτί η παγίδευση της ελλαδικής κοινωνίας σήμερα, ο τυπικά νευρωτικός στρουθοκαμηλισμός της, η τυφλή άρνηση να αναγνωρίσει τους τυράννους της στις κομματικές συντεχνίες. Αλλά η απόσταση από το χαρτί στην πραγματικότητα είναι δυσθεώρητη, δεν περιγράφεται το πώς λειτουργεί η άγρια ζούγκλα του κομματισμού στους χώρους της δουλειάς, στη γειτονιά, στο καφενείο, σε κάθε παραμικρή πτυχή του ελλαδικού κοινωνικού βίου. Και όσο πιο χαμηλή η στάθμη τής κατά κεφαλήν καλλιέργειας τόσο πιο πεισματικές, πιο παρανοϊκές οι κομματικές αντιπαλότητες. Οι άνθρωποι διαστέλλονται σε «εμείς» και «εσείς» με βάση την ψήφο τους. Σαν να πρόκειται για αλλόφυλους, αλλόδοξους, διαφορετικές ράτσες.

Περιθώριο να ιδεολογικοποιηθούν οι αντιπαλότητες δεν υπάρχει πια – είπαμε: τα κόμματα εξουσίας είναι «πολυσυλλεκτικά», δηλαδή ευθαρσώς δεν πιστεύουν σε τίποτα, και τα μειοψηφικά απονέρια τους αναμηρυκάζουν χιλιοφθαρμένα στερεότυπα για αφελείς. Η αντιθετική διαστολή «εμείς» και «εσείς» απηχεί, σχεδόν αποκλειστικά, την ψυχολογική υπεράσπιση εγωτικής καύχησης για ευθυκρισία, οξυδέρκεια ή απλώς «μαγκιά»: έχω επιλέξει τους καλύτερους, τους συμφερότερους για μένα. Και πάνω σε αυτή τη βάση όποια συζήτηση κι αν οικοδομηθεί θα εκφυλιστεί αναπόφευκτα σε μικρονοϊκή ασυναρτησία.

Σίγουρα, οι αντιπαλότητες γίνονται μανιασμένη εμπάθεια όταν διακυβεύεται πρόσβαση στην καταλήστευση του κρατικού κορβανά: Οταν μοιράζονται πόστα ή διορισμοί στην τοπική αυτοδιοίκηση, στους συνεταιρισμούς, στον πλουτοφόρο κομματικοδίαιτο συνδικαλισμό, όταν εξασφαλίζονται με άθλια τεχνάσματα προσλήψεις στο χρεοκοπημένο δημόσιο. Η δίψα για χρήμα φανατίζει σήμερα ίσως περισσότερο από το αίμα της άλλοτε ιδεολογικής διαμάχης.

Η απόσταση από τις λεκτικές περιγραφές ώς τη ζούγκλα της πραγματικότητας είναι απροσμέτρητη – για να καταλάβει κανείς σε ποιο επίπεδο πρωτογονισμού βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα πρέπει να βρεθεί, αυτόπτης και αυτήκοος, σε συνεδρίαση δημοτικού συμβουλίου, σε γενική συνέλευση συνδικαλιστικού σωματείου ή πανεπιστημιακού Τμήματος, σε σύγκλητο πανεπιστημιακή ή σε γεωργικό συνεταιρισμό ή σε οποιοδήποτε νομικά συγκροτημένο συλλογικό όργανο. Εκεί θα διαπιστώσει το απόγειο του καφρικού παραλόγου: Οτι οι Ελληνες, πριν και από τα στοιχειώδη κοινά συμφέροντα, πριν και από τις λύσεις των προβλημάτων τους, βάζουν το εγωκεντρικό γινάτι της κομματικής ένταξης, την ξιπασμένη ιδιοτέλεια.

Φαύλος κύκλος κλασικής ψυχοπαθολογίας: Για να υποστυλώσουν τον ναρκισσισμό τους επενδύουν στη φαντασιώδη υπεροχή του κόμματος όπου θέλουν να ανήκουν και για να δικαιώσουν την υπεροχή παθιάζονται και παλεύουν για το κομματικό συμφέρον. Αλλά το κομματικό συμφέρον είναι η εξουσιολαγνεία και πλουτομανία των ηγητόρων, οι παθιασμένοι οπαδοί αποδείχνονται απλώς εθελόδουλοι, λακέδες των τυράννων τους. Ωσπου να αφυπνιστούν στο ερώτημα: «γιατί μόνο αυτοί, όχι και εγώ». Και τότε μαθαίνουν το κατ’ εξοχήν κομματικό άθλημα: να σπρώχνουν με τους αγκώνες για να απωθήσουν τους ανταγωνιστές, να προωθηθούν βήμα - βήμα, ώσπου να φτάσουν σε θέση που κάνει πια περιττή κάθε άλλη βιοποριστική απασχόληση.

Η εικόνα (ίσως και η πραγματικότητα) της ελλαδικής κοινωνίας σήμερα είναι απελπιστική. Η κομματική φαυλοκρατία έχει αχρηστέψει κάθε κώδικα συνεννόησης, κάθε άξονα κοινωνικής συνοχής. Δεν υπάρχουν πια ερείσματα για να θεμελιωθεί αίσθηση ευθύνης, αιτιολόγηση σεβασμού του άλλου, του πλησίον, του κοινωνού της συμβίωσης. Εσπειραν τα κόμματα μηδενισμό και αμοραλισμό «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ». Και τώρα θερίζουμε τις συνέπειες.

Ο εφιάλτης του γενικευμένου τρόμου δεν τιθασσεύεται με «μέτρα καταστολής». Δεν γεννιέται στα Εξάρχεια η τρομοκρατία, ούτε από την ανεργία γεννιέται ή τη μείωση τού κατά κεφαλήν εισοδήματος. Μήτρα της είναι η απουσία πολιτικού λόγου που να προδίδει πόνο και έγνοια για σχέσεις κοινωνίας, για κοινωνική συνοχή. Να είναι λόγος με ανιδιοτέλεια, με προτεραιότητα μέριμνας για «αυτήνη την πατρίδα που την έχομεν όλοι μαζί».

Αλλά και ένας τέτοιος λόγος είναι πια πολύ αργά για να αναχαιτίσει τον εφιάλτη. Κάθε ρεαλιστικός προβληματισμός οφείλει να ξεκινάει από το δεδομένο ότι το πολιτικό σύστημα έχει καταρρεύσει. Και ελπίδα θα αρχίσει να γεννιέται όταν κάτω από τα μπαλκόνια των κομματικών ρητόρων δεν θα υπάρχει ούτε ένας πολίτης. Μα ούτε ένας.''

Και για την αντιγραφή: Κώστας Μακρής

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

Η παράνοια φίμωσε τη Γιορτή

Αναδημισιεύω την Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά από την Καθημερινή της Κυριακής ως ένα κείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρον κατά την γνώμη μου, σχετικά με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τον τελευταίο μήνα στην Αθήνα κυρίως και στην Ελλάδα γενικώτερα, όπου καταδικνείει νηφάλια και γλαφυρά όλη την παθογένεια της Ελληνικής κοινωνίας.

Η παράνοια φίμωσε τη Γιορτή

Tου Xρηστου Γιανναρα

Το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε» πνίγηκε φέτος στον απόηχο της λυσσαλέας κραυγής «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Και η «επί γης ειρήνη», η άλλη εκείνη ειρήνη που δεν παραπέμπει στο αμεριμνομέριμνον της καταναλωτικής αποχαύνωσης, αλλά σε ελπίδα νίκης καταπάνω στον θάνατο, απόμεινε λόγος περιθωριακός, διακοσμητικός αισθημάτων. Σαν κάποιες φιοριτούρες της εμπορικής καπηλείας των Χριστουγέννων που απόμειναν στις θρυμματισμένες και καμένες βιτρίνες θυμητάρια βανδαλισμού, καθόλου ίχνη Γιορτής.

Ολοφάνερα πια, άξονας συνοχής της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι η κοινωνούμενη εμπειρική αναζήτηση αλήθειας, δηλαδή «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης. Δεν είναι η ποιότητα ζωής, δηλαδή η χαρά των σχέσεων κοινωνίας, ούτε ο πολιτισμός που τον χτίζει πάντοτε η ανιδιοτέλεια της αναζήτησης και της σχέσης. Μια αντικοινωνική, απάνθρωπη βία ντύνεται τη λεοντή της δήθεν εξέγερσης για περισσότερη δημοκρατία και μαζί με την παθητικότητα των πολλών μπροστά στην απάτη, στην ανομία, στο έγκλημα, με τραγική την ιδιοτέλεια των μπροστάριδων, δεν αφήνει περιθώρια να ξεμυτίσει έστω υπόμνηση Γιορτής.

Ο λόγος για τα Χριστούγεννα απόμεινε ψίθυρος εντελώς ανίκανος να αναμετρηθεί με τη βροντώδη και ανεξέλεγκτη παράνοια. Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε για τα χειροπιαστά της καθημερινότητας, να ξεχωρίσουμε τη δημοκρατία από την οχλοκρατία και ανομία, πώς λοιπόν να μιλήσουμε για κοινωνούμενη ψηλάφηση ελπίδας που γεννάει πανηγύρι Γιορτής; Πραγματικά, ο πανικός δεν είναι τόσο από την τυφλή βία, είναι από τον κυρίαρχο στον δημόσιο λόγο (τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, εφημερίδες) παραλογισμό, την απροσμέτρητη σύγχυση.

Εξωραΐζουν και ηρωοποιούν σαν «εξέγερση» της νεολαίας τις πολιορκίες αστυνομικών τμημάτων από δεκάχρονα και δεκαπεντάχρονα παιδιά, που μόνο συναισθηματικά (ή με το αφιόνι έντεχνης προπαγάνδας) μπορούν να συνεπαρθούν για κάτι διαφορετικό από τον χαβαλέ. Και με τον ξεσηκωμό των παιδιών θέλουν να καμουφλάρουν τις συντονισμένες (εκ προμελέτης και κατά συρροήν) απόπειρες δολοφονίας αστυνομικών υπαλλήλων από ενήλικες κουκουλοφόρους με λοστούς, τσεκούρια και βόμβες μολότωφ. Ούτε καν απόφαση της θεσμικής δικαιοσύνης δεν ξεμύτισε ποτέ να οριοθετήσει το έγκλημα: οι εξόφθαλμες απόπειρες δολοφονίας εκ προθέσεως προσάγονται στον εισαγγελέα και απαλλάσσονται – οι θεσμοί υποτάσσονται στην απειλή της βίας.

Να δεχθούμε ότι η αφορμή οργής είναι δικαιολογημένη. Οτι υπάρχουν αστυνομικοί που αυθαιρετούν, φτάνουν σε αδικοπραγίες, κάποιοι και σε φόνο. Οτι οι προφανώς ένοχοι δικάζονται μεροληπτικά, τους επιβάλλονται μικρές ή καθόλου ποινές. Ομως γιατρεύεται το κακό με το να προπηλακίζουμε χυδαία όλους ανεξαίρετα όσους βγάζουν το ψωμί τους σαν αστυνομικοί υπάλληλοι; Να προσπαθούμε να τους κάψουμε ζωντανούς, να τους λυώσουμε με λοστούς και τσεκούρια μόνο επειδή φοράνε στολή; Οταν βγαίνει αρχηγός κόμματος ή περιώνυμος σατυρικός σχολιαστής και δικαιώνουν εξυμνητικά τις ωμές απόπειρες δολοφονίας αστυνομικών, ποιος θεσμός μπορεί να συμμαζέψει την παράνοια;

Να δεχθούμε δικαιολογημένη την έκρηξη της συλλογικής οργής. Αλλά, αν αφορμή της οργής είναι συμπεριφορές αστυνομικών που οφείλονται στην κακή τους εκπαίδευση, στην απουσία πειθαρχικού τους ελέγχου, στην κραυγαλέα ανικανότητα της πολιτικής τους ηγεσίας, γιατί να ζητάμε το αποδιοπομπαίο σφάγιο σε μια επαγγελματική τάξη βιοπαλαιστών υπαλλήλων και όχι στους κυρίως υπεύθυνους; Γιατί να εξωραΐζεται ο πρωτογονισμός που καίει καταστήματα, αυτοκίνητα, τράπεζες προκειμένου να εκδικηθεί εγκλήματα αστυνομικών, ναι, απαραδέκτως πολλά, αλλά οπωσδήποτε μεμονωμένα; Για όσους ιατρογενείς θανάτους συμβαίνουν στα νοσοκομεία, είναι λογικό να βγούμε στους δρόμους ουρλιάζοντας «Γιατροί, γουρούνια, δολοφόνοι» και να καίμε την πόλη; Το διανοείται κανείς; Υπάρχει εγκληματικότερος (χιτλερικότερος) ρατσισμός από το μεθοδευμένο συλλογικό μίσος για συγκεκριμένη επαγγελματική τάξη;

Αν φταίει η κυβέρνηση για την εγκληματική συμπεριφορά αστυνομικών και για τις μεθόδους καταστολής της ανομίας, γιατί η οργή των δημοκρατικά ευαίσθητων δεν ξεσπάει σε καταστροφή και πυρπόληση κομματικών γραφείων και κυβερνητικών κτηρίων; Εκφραση ωμής κτηνωδίας θα ήταν και ένα τέτοιο ξέσπασμα, θα είχε όμως κάπως εμφανέστερο λογικό έρεισμα από τη συντριβή, στα τυφλά, του κοινωνικού ιστού της χώρας, το βύθισμά της σε χάος οικονομικό που το πληρώνει πρώτη η φτωχολογιά.

Το σίγουρο είναι ένα: Η κυβέρνηση αποδείχθηκε δραματικά ανίκανη να αναμετρηθεί με το πραξικόπημα της παρανοϊκής βίας. Και η αντιπολίτευση αηδιαστικά ιδιοτελής, με μοναδική έγνοια να ψηφοθηρήσει. Ο πολίτης βρίσκεται παγιδευμένος στο αδιέξοδο ανάμεσα στη φαυλεπίφαυλη ανικανότητα και στον αδίστακτο καιροσκοπικό αμοραλισμό.

Για την ανικανότητα της κυβέρνησης και τη φαυλότητα του δημόσιου βίου την ευθύνη έχει ο πρωθυπουργός. Ομως, το κόμμα του αντιπροσωπεύει τη θεσμική δυνατότητα (δυστυχώς όχι και την πολιτική πραγματικότητα) μοναδικής εναλλακτικής στην άσκηση της εξουσίας αντιπρότασης έναντι του σοσιαλεπώνυμου αμοραλισμού και του συρριζωμένου στη βία μηδενισμού. Αν η ανικανότητα του πρωθυπουργού συμπαρασύρει και το κόμμα του στον πολιτικό καταποντισμό, η ελληνική κοινωνία θα μείνει για άλλα είκοσι χρόνια έρμαιο στον μονόδρομο της αναξιοκρατίας, του συνδικαλιστικού γκανγκστερισμού, της ιδεολογικής τρομοκρατίας, του κράτους, του υποταγμένου στις «κλαδικές».

Δεν μπορεί να μην υπάρχει μέσα στο κυβερνών κόμμα ένας πυρήνας ανθρώπων με συνείδηση της ευθύνης τους για την πατρίδα και επαρκή ανιδιοτέλεια. Ενας τέτοιος πυρήνας οφείλει να θέσει θέμα ηγεσίας και να προκαλέσει την απόσυρση του πρωθυπουργού. Οχι για να ανοίξει ο δρόμος στις φτηνές ορέξεις σπιθαμιαίων έως και κωμικών δελφίνων, άρρενες και θηλυκού γένους. Αλλά για να υποχρεωθεί αυτό το κόμμα, ύστερα από εικοσιεπτά ολόκληρα χρόνια, να αναζητήσει κριτήρια διάκρισης ποιοτήτων, κριτήρια εντοπισμού ηγετικών χαρισμάτων.

Πέντε ολόκληρα χρόνια, το κυβερνών κόμμα απέδειξε ότι δεν διαφέρει σε μεθόδους και σε στόχους από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ιδια αναξιοκρατία, ίδια παθητικότητα απέναντι στον γκανγκστερικό συνδικαλισμό, ίδια αθλιότητα κομματικού κράτους, ίδια ντροπή συνδρόμου κατωτερότητας στην εξωτερική πολιτική. Μοναδική διαφορά το γεγονός ότι ο αμοραλισμός και ο μηδενισμός του κυβερνώντος κόμματος είναι δεύτερο χέρι, απομίμηση συνταγής για δήθεν σίγουρη επανεκλογή, παρακολούθημα φτηνιάρικης εξουσιολαγνείας. Δεν προβλήθηκε σαν ιδεολογική πρωτοπορία και κοινωνική αυταξία. Αν τώρα η αναζήτηση καινούργιου αρχηγού πιθηκίσει και την καταφυγή σε ολίγιστη και κωμική ηγετική επάρκεια για να συνεχίζεται η οικογενειοκρατία στο τεταρτοκοσμικό Ελλαδιστάν, τότε και η προσέλευση του πολίτη στην κάλπη θα είναι πια περιττή.


Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

''Κατάντημα του Πολυτεχνείου'' του Γιάννη Μαρίνου

Αντιγράφω και αναδημοσιεύω από το Βήμα της Κυριακής 16 Νοεμβρίου το άρθρο του Γιάννη Μαρίνου με τίτλο ''Κατάντημα του Πολυτεχνείου'' ως πολλύ ενδιαφέρον.

'' Εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής κρίσεως και εσωτερικής επικίνδυνης αστάθειας και με εκ πολλών πλευρών απαξίωση έως άρνηση του κράτους δικαίου και συνεπώς της δημοκρατίας θα λάβουν και εφέτος χώρα οι εκδηλώσεις για το Πολυτεχνείο, που έχουν προ πολλού χάσει το όραμα αναδεικνύοντας ως κύριο στόχο να μην αλλάξει τίποτα στον χώρο της παιδείας. Το ποια παιδεία υπερασπίζονται προκύπτει από τα ακόλουθα πρόσφατα σταχυολογήματά μας, που τα αφιερώνω εξαιρετικά στους υπευθύνους για αυτά πολιτικούς, κόμματα, καθηγητές και δασκάλους, γονείς και λιγότερο στους ανώριμους και συνήθως απληροφόρητους νεολαίους μας. Δηλαδή τα κυρίως θύματα, που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα, όπως τα χαϊδολογεί ο Σαββόπουλος.
* «Το δημόσιο σχολείο χειμάζεται από καταιγίδες πολλών προελεύσεων και ποικίλων κατευθύνσεων με αποτέλεσμα τα χρήματα που καταβάλλει ο ταλαίπωρος φορολογούμενος να πετιούνται στον δρόμο.
Στο Επαγγελματικό Λύκειο, στο οποίο για πρώτη φορά διδάσκω, έκανα αγώνα για να πείσω τους μαθητές να φέρνουν στυλό και τετράδιο. Δεν ξέρω πόσοι μήνες θα χρειασθούν για να τους μάθω να μελετούν στο σπίτι τους και να εργάζονται για τα μαθήματα. Σύλλογοι γονέων δεν υπάρχουν ακόμα και σε σχολεία που λειτουργούν 20 χρόνια. Οι γονείς αδιαφορούν για τα παιδιά τους, αγνοούν τα παιδιά τους. Πολλά σχολεία βρίσκονται σε κατάληψη από μια ομάδα 5-10 μαθητών επί εβδομάδες και αδιαφορούν πλήρως διευθυντές σχολείων, γονείς, προϊστάμενοι γραφείων, υπουργείο» (Αντώνης Μιχαηλίδης, φιλόλογος).
* «Το ελληνικό Πανεπιστήμιο βρίσκεται σε βαθιά θεσμική και ηθική κρίση. Συναλλαγή, αναξιοκρατία, νεποτισμός, αθέμιτες πολιτικές παρεμβάσεις, χαμηλές προδιαγραφές, εσωστρέφεια, γενικευμένη αδιαφορία διδασκόντων και διδασκομένων, φαινόμενα αυταρχισμού και βίας συνθέτουν την εικόνα ενός θεσμού που απαξιώνεται ραγδαία. Αν η λογοκλοπή ήταν ολυμπιακό άθλημα, η Ελλάδα θα κέρδιζε πολλά μετάλλια. Πρύτανης δεν γίνεται ο καλύτερος, αλλά ο πιο δικτυωμένος και κυρίως αυτός που θα δώσει "γην και ύδωρ" στις κομματικές φοιτητικές παρατάξεις, που στην ουσία διοικούν το Πανεπιστήμιο. Πολλοί από τους πρυτάνεις έχουν επιστημονική παρουσία μηδενική» (Θέμης Λαζαρίδης, καθηγητής Πανεπιστημίου).
* «Το "κάθε πόλη και πανεπιστήμιο, κάθε χωριό και ΤΕΙ" είναι μια πάγια πολιτική και των δύο κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία μετά τη Μεταπολίτευση. Τα κριτήριά τους για την ίδρυση ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν έχουν καμία σχέση με εκπαίδευση και εκπαιδευτική φιλοσοφία. Είναι καθαρά κριτήρια περιφερειακής πολιτικής και κυρίως κριτήρια πελατειακά. Ισως οι πολιτικοί να μην το ομολογούν, αλλά οι τοπικές κοινωνίες περιμένουν τα πανεπιστήμια για αναπτυξιακούς λόγους, που, ας μη κοροϊδευόμαστε, ταυτίζονται με την οικοδομική δραστηριότητα (γκαρσονιέρες για νοίκιασμα) και τη μετατροπή πλατειών, πεζοδρόμων κ.λπ. σε απέραντα βασίλεια του φραπέ και της καφετέριας» (Νίκος Μπακουνάκης, καθηγητής Πανεπιστημίου, δημοσιογράφος).
* «Η εφετινή έρευνα του Πανεπιστημίου της Σανγκάης για τα καλύτερα πανεπιστήμια της υφηλίου περιλαμβάνει μόνο δύο ελληνικά πανεπιστήμια, το Καποδιστριακό στη 243η θέση και το Αριστοτέλειο στην 390ή» (Χαρ. Μουτσόπουλος, Χαρίδημος Τσούκας, καθηγητές Πανεπιστημίου).
* «Πραγματικές ή επινοημένες περγαμηνές "αντιστάσεως" στη δικτατορία, αλλά και μόνο η οργανωτική προσχώρηση στις αριστερές "προοδευτικές" δυνάμεις, έγιναν εφαλτήριο για αναρρίχηση σε θώκους πανεπιστημιακούς, σε πόστα εξουσίας στην εκπαίδευση. Η Αριστερά έγινε πρακτική καταλήψεων, απεργιών κοινωνικού κόστους, γκανγκστερικών εκβιασμών, απροκάλυπτης αλαζονικής αρνήσεως των κανόνων του κοινοβουλευτισμού. Στα πανεπιστήμια, στα σχολεία, στον πολιτισμό, στην πληροφόρηση η Αριστερά έχει επιβάλει αδυσώπητη τρομοκρατία των μειονοτήτων, που κάνουν καριέρα ως αντάλλαγμα της κομματικής τους υποταγής» (Χρήστος Γιανναράς, καθηγητής Πανεπιστημίου). Για τη διατήρηση αυτής της αθλιότητας «αγωνίζονται» τα παραπλανημένα νιάτα μας υπό την καθοδήγηση αδίστακτων μειονοτήτων, την πανικόβλητη σιωπή των λίγων άξιων και την εγκληματική εθελοτύφλωση σχεδόν όλων των πολιτικών. ''

Και για την αντιγραφή, που θα έλεγε και ο Γιάννης Μαρίνος :
Κώστας Μακρής